Ο
φασισμός είναι παιδί του καπιταλισμού
και αδελφός του νεοσυντηρητισμού όσο
και του νεοφιλελευθερισμού. Επί της
ουσίας φασίστες, νεοσυντηρητικοί και
νεοφιλελεύθεροι, έχουν παραπλήσιες
αντιλήψεις για την κοινωνία, όσο και αν
επιφανειακά διαφέρουν. Θέλουν μια
ζούγκλα, όπου οι αδύναμοι καλώς μένουν
απροστάτευτοι και οι ισχυρότεροι δίκαια
τα παίρνουν όλα. Όλοι τους συμμερίζονται
τη θεώρηση του κοινωνικού δαρβινισμού.
του
Σπύρου Μαρκέτου
Μέρος
2ο - Η πραγματική ταυτότητα του φασισμού
- Τα φασιστικά καθεστώτα προωθούν βίαια
τα συμφέροντα των εργοδοτών, τα οποία
συγκλίνουν με τα συμφέροντα του φασισμού
έστω και αν δεν ταυτίζονται πάντοτε
μαζί τους
Η
ανάλύσή μας αναφορικά με τον φασισμό
στηρίζεται σε νεότερες προσεγγίσεις,
χωρίς να υποτιμά τις κλασικές κομμουνιστικές
αναλύσεις, οι οποίες τελικά αποδείχτηκαν
επαρκείς για την εποχή τους, αφού
κατεύθυναν τότε την πάλη των λαών που
κατόρθωσε να τον συντρίψει.
Ωστόσο,
σήμερα δίνουμε διαφορετικό αγώνα, καθώς
δεν έχουμε μαζικό και οργανωμένο εργατικό
κίνημα ούτε επαναστατικές Διεθνείς
ούτε Σοβιετική Ένωση να μας στηρίξει.
Από την άλλη μεριά, απευθυνόμαστε σε
μια εργατική τάξη πιο ώριμη και μορφωμένη,
ενώ το καπιταλιστικό σύστημα διανύει
– ας μη φοβηθούμε να το πούμε – την
τερματική του κρίση. Στόχος μας είναι
να στρέψουμε σε μια ριζοσπαστική
εξισωτική κατεύθυνση τα δίκαια πολιτικά
πάθη, που ειδάλλως θα τροφοδοτήσουν
έναν νέο φασισμό.
Ο
φασισμός δεν είναι ιδεολογία, αλλά
πολιτική πρακτική. Ασκεί βία χωρίς
ηθικούς ή νομικούς φραγμούς, και γύρω
από αυτήν οργανώνει τη συμπεριφορά του.
Αντί να στηρίζεται σε ιδέες χρησιμοποιεί
συνθήματα που συμπυκνώνουν ισχυρά
συναισθήματα, πολιτικά πάθη όπως φόβο,
ταπείνωση, θυματοποίηση, οργή, αίσθηση
ανημπόριας, απομόνωση, απόγνωση. Αυτά
φουντώνουν σε καιρούς απαλλοτριωτικής
συσσώρευσης, όπως συμβαίνει σήμερα, και
τον τρέφουν όταν οι κυρίαρχοι πετυχαίνουν
να τα εκτρέψουν ενάντια σε αδύναμους
αποδιοπομπαίους τράγους. Το ρόλο που
παίζουν σήμερα οι πρόσφυγες και οι
μουσουλμάνοι έπαιζαν κάποτε οι εβραίοι
και οι μαύροι.
Ενώ
επιδιώκει να γίνει μαζικό κίνημα, ο
φασισμός ξεκινά από τα πάνω και όχι από
τα κάτω. Τόν προωθούν οι καπιταλιστές
όταν αμφισβητείται η εξουσία τους, όπως
συμβαίνει κατεξοχήν σε μια οικονομική
κρίση. Ξέρουν ότι για να μείνουν κυρίαρχοι
πρέπει να τρομοκρατήσουν και να δέσουν
το λαό, επομένως χρηματοδοτούν κι
ενισχύουν με κάθε τρόπο τους φασίστες,
που αναλαμβάνουν ακριβώς αυτό το έργο.
Συνήθως
κάνουν τούτη την επιλογή προσπαθώντας
συνάμα να βρουν κι εναλλακτικές λύσεις.
Αυτό επειδή γνωρίζουν ότι τέτοια κινήματα
μπορεί να γίνουν ανεξέλεγκτα, κι επίσης
κοστίζουν ακριβά κι έχουν έκβαση
απρόγνωστη. Επί πενήντα χρόνια μετά την
καταστροφή της φασιστικής Ιταλίας και
της ναζιστικής Γερμανίας, οι δυτικοευρωπαίοι
αστοί απέφευγαν να παίζουν με τη φωτιά.
Το ότι το κάνουν πλέον αυτό σε ανατολή
και δύση είναι άλλη μια ένδειξη της
κρίσης που περνά το σύστημά τους.
Ο
φασισμός είναι παιδί του καπιταλισμού
και αδελφός του νεοσυντηρητισμού όσο
και του νεοφιλελευθερισμού.
Επί
της ουσίας φασίστες, νεοσυντηρητικοί
και νεοφιλελεύθεροι, έχουν παραπλήσιες
αντιλήψεις για την κοινωνία, όσο και αν
επιφανειακά διαφέρουν. Θέλουν μια
ζούγκλα, όπου οι αδύναμοι καλώς μένουν
απροστάτευτοι και οι ισχυρότεροι δίκαια
τα παίρνουν όλα. Όλοι τους συμμερίζονται
τη θεώρηση του κοινωνικού δαρβινισμού
που είχαν αναπτύξει, μαζί με τα δόγματα
του βιολογικού ρατσισμού, επιστήμονες
και πολιτικοί στα τέλη του δέκατου
ένατου αιώνα, δίπλα σε φιλελεύθερους
όπως ο φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ, που
κατακεραύνωναν κάθε υποψία αλληλεγγύης
και υποστήριζαν ότι η ανθρωπότητα
βελτιώνεται όταν εξοντώνονται οι
αδύνατοι. Δέχονται πως ορθά ή αναπόφευκτα
το κεφάλαιο καταστρέφει τους
«απροσάρμοστους», αντικαθιστώντας έτσι
τους μηχανισμούς επιλογής που υπάρχουν
στη φύση. Η αυτοάμυνα των θυμάτων
αντιστρατεύεται την ιστορική εξέλιξη
και ακόμη και την ηθική.
Οι
διανοητικοί πρόδρομοι του φασισμού
συμφωνούσαν μ’ αυτές τις απόψεις, συχνά
τονίζοντας τις ρατσιστικές τους
διαστάσεις. Για τους φασίστες η αέναη
μάχη επικράτησης δίνεται από φυσικοποιημένες
συλλογικότητες, όπως η φυλή και το έθνος,
και όχι ανάμεσα σε άτομα όπως θεωρούν
συνήθως οι φιλελεύθεροι. Πεδίο της είναι
κυριολεκτικά ο πόλεμος αντί της αγοράς,
την οποία εμπιστεύονται οι τελευταίοι.
Ωστόσο, η ουσία δεν αλλάζει στις δυο
περιπτώσεις. Ο καπιταλιστικός πόλεμος
όλων εναντίον όλων δεν γίνεται απλώς
δεκτός ως αναπόδραστο δεδομένο, αλλά
δοξολογείται σαν δήθεν δίκαιος και
ορθός.
Ο
φασισμός φυσικά δεν έχει και ποτέ δεν
είχε σχέση με την αριστερά. Πάντοτε
καταδιώκει τη συλλογική αυτοοργάνωση
των εργαζόμενων, στην οποία ποντάρει η
αριστερά. Ισότητα κι ελευθερία είναι
αναθέματα γι’ αυτόν, αλληλεγγύη και
αδελφοσύνη λέξεις ακατανόητες. Επιβίωση
δεν σημαίνει συλλογικότητα και συνεργασία,
αλλά να κανιβαλίζεις άλλους ώσπου να
έρθει η ώρα που θα κανιβαλιστείς και
εσύ.
Τα
φασιστικά καθεστώτα προωθούν βίαια τα
συμφέροντα των εργοδοτών, τα οποία
συγκλίνουν με τα συμφέροντα του φασισμού
έστω και αν δεν ταυτίζονται πάντοτε
μαζί τους. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής
καταβαραθρώνεται το βιοτικό επίπεδο
των εργαζομένων κι επιβάλλονται στην
οικονομία οι προτεραιότητες του φασισμού,
που συμπεριλαμβάνουν την προετοιμασία
πολέμου.
Ο
οικονομικός σχεδιασμός και τα κεϋνσιανού
τύπου μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης που
επέβαλαν περιστασιακά φασιστικές
κυβερνήσεις δεν είχαν τίποτε το αριστερό
ή φιλολαϊκό, κινούνταν στην ακριβώς
αντίθετη κατεύθυνση. Το φασιστικό κράτος
παρενέβαινε συστηματικά για να δώσει
τα πάντα στους καπιταλιστές και να
εφαρμόσει παντού τους κανόνες της
αγοράς, οργάνωνε δηλαδή την καταλήστευση
των πολλών και τον κατακερματισμό των
συλλογικοτήτων τους. Μάλιστα, επέβαλε
πρώτο πολλές πολιτικές τις οποίες
συνδέουμε σήμερα με τον φιλελευθερισμό.
Πρωτοπόρος
των λεγόμενων ιδιωτικοποιήσεων ήταν
εξαρχής η Ιταλία του Μουσολίνι, ενώ και
η χιτλερική Γερμανία ακολούθησε κατά
πόδας.
Η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από την
ίδρυσή της είναι ταγμένη να εφαρμόζει
τη χρηματοπιστωτική πολιτική που είχε
επεξεργαστεί ο Γιάλμαρ Σαχτ, φιλελεύθερος
υπουργός Οικονομικών του Τρίτου Ράιχ
και διοικητής της κεντρικής του τράπεζας.
Αντί να δανείζει το κράτος, όπως έκαναν
οι κεντρικές τράπεζες από τις απαρχές
της εμφάνισής τους, η ΕΚΤ δανείζει
αποκλειστικά σε καπιταλιστικές τράπεζες,
οι οποίες έπειτα δανείζουν στο κράτος
όσα θέλουν, όποτε θέλουν και με όποιο
επιτόκιο θέλουν. Έτσι ελέγχουν την
κρατική πολιτική και ανατρέπουν τις
απείθαρχες κυβερνήσεις. Αυτό είναι το
Δόγμα Σαχτ.
Ο
ρατσισμός και ο μισογυνισμός είναι
επίσης κομάτια της καπιταλιστικής
κανονικότητας και όχι φασιστικές
ιδιοτροπίες. Όποια και αν είναι η επίσημη
ρητορική, στην πράξη το καπιταλιστικό
κράτος πάγια τους ενισχύει, όπως
διαπιστώσαμε κι εμπειρικά στην Ελλάδα
τα τελευταία χρόνια. Έχει λειτουργικούς
λόγους για αυτό. Κρατώντας τους
εργαζόμενους φτωχούς και διασπασμένους
διασφαλίζει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου
και κατεξοχήν την κερδοφορία των μεγάλων
επιχειρήσεων. Πάγια επίσης στηρίζει
και προστατεύει τις φασιστικές οργανώσεις,
ακόμη και όταν αυτές ασκούν τρομοκρατία.
Ανάλογα
λειτουργούν και τα καπιταλιστικά μέσα
ενημέρωσης. Η δεξαμενή του φασισμού,
δηλαδή ο ευρύς χώρος που ενστερνίζεται
τη φασιστική συνθηματολογία χωρίς να
συμμετέχει σε φασιστικές κινητοποιήσεις,
αρδεύεται επιμελέστατα την τελευταία
τριακονταετία όχι μόνον από τα μέσα
ενημέρωσης, αλλά και από τη νομοθεσία
και τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης
και όλων των κρατών που την απαρτίζουν.
Για παράδειγμα, η ρατσιστική μεταχείριση
των μεταναστών και των προσφύγων από
το κράτος, η οποία ακολουθεί κοινοτικές
οδηγίες, τροφοδοτεί το ρατσισμό, και
όχι το αντίστροφο. Αυτό δεν συμβαίνει
κατά τύχη.
Πηγή:
Comments
Post a Comment